- ἄχαρις,-ιτος
- A 0-0-0-0-1=1 Sir 20,19unpleasant, disagreeable
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
άχαρις — ἄχαρις ( ιτος), ι (AM) [χάρις] 1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος 2. δυσάρεστος, ενοχλητικός αρχ. 1. αχάριστος, αγνώμων 2. αξιολύπητος … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek